Ενα μικρό βήμα για την τραπεζική ένωση

 

Ενα μικρό βήμα για την τραπεζική ένωση
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ - Στην αρχή της χρηματοοικονομικής κρίσης λεγόταν ότι οι τράπεζες ήταν, σύμφωνα με τη μεστή φράση του Charles Goodhart, «διεθνείς στη ζωή, αλλά εθνικές στον θάνατο». Εκείνη την περίοδο (2008-2009), μεγάλες διεθνείς τράπεζες προσέφευγαν σε πακέτα διάσωσης των μητρικών τους χωρών όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα. Το πρόβλημα όμως σήμερα στην Ευρώπη είναι το αντίθετο: Οι τράπεζες είναι «εθνικές στη ζωή, αλλά ευρωπαϊκές στον θάνατο».
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, οι τοπικές αποταμιευτικές τράπεζες (cajas) χρηματοδότησαν μία θεαματική έκρηξη της αγοράς ακινήτων. Οταν όμως η έκρηξη έγινε φούσκα κι έσκασε, οι ζημιές απείλησαν να ξεπεράσουν τις δυνατότητες του ισπανικού κράτους και το πρόβλημα έγινε ευρωπαϊκό, αφού απείλησε αυτή καθ' εαυτή την επιβίωση του ευρώ.
Η ισπανική περίπτωση αποτελεί το σύμπτωμα ενός μεγαλύτερου προβλήματος. Οι εθνικές εποπτικές αρχές πάντα τείνουν να υποβαθμίζουν τα εγχώρια προβλήματα. Το ένστικτό τους (και το γραφειοκρατικό συμφέρον τους) τις οδηγεί να υπερασπίζονται στο εξωτερικό τους «εθνικούς πρωταθλητές» του τραπεζικού χώρου.
Η άρνησή τους όμως να αναγνωρίζουν τα εγχώρια προβλήματα έχει ακόμη βαθύτερες ρίζες. Μέχρι πρόσφατα, οι ισπανικές αρχές επέμεναν ότι τα προβλήματα στον κλάδο των ακινήτων στη χώρα τους ήταν προσωρινά. Το να αναγνωρίσουν την αλήθεια θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αποδεχθούν πως επί χρόνια επόπτευαν τη δημιουργία μίας μη διατηρήσιμης κατασκευαστικής άνθισης, που σήμερα απειλεί να οδηγήσει στη χρεοκοπία το σύνολο της χώρας.
Και στην περίπτωση της Ιρλανδίας η κατάσταση, αρχικά, δεν ήταν πολύ διαφορετική. Οταν τα προβλήματα αναδύθηκαν στην επιφάνεια, ο τότε υπουργός Οικονομικών υποστήριξε αρχικά πως η χώρα του θα επιτύγχανε τη «φθηνότερη τραπεζική διάσωση στα χρονικά».
Με δεδομένη την προβλέψιμη τάση των εθνικών εποπτικών αρχών να μην αναγνωρίζουν τα εγχώρια προβλήματα, φαινόταν επίσης φυσικό ότι το κόστος εκκαθάρισης των χρεοκοπημένων τραπεζών θα αναλαμβανόταν επίσης σε εθνικό επίπεδο. Η νεοσύστατη Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) έχει μόνον περιορισμένες εξουσίες επί των εθνικών εποπτικών οργάνων, που η καθημερινή δουλειά τους καθοδηγείται από εθνικές, κυρίως, προτεραιότητες.
Η πραγματικότητα όμως έδειξε πως αυτή η προσέγγιση δεν είναι βιώσιμη. Τα προβλήματα μπορεί να γεννήθηκαν σε εθνικό επίπεδο, αλλά με δεδομένη τη νομισματική ένωση, γρήγορα έφθασαν να απειλούν τη σταθερότητα ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης.
Στη Σύνοδο του Ιουνίου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναγνώρισαν τελικά την ανάγκη να διορθωθεί αυτή η κατάσταση, με τη μεταφορά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της ευθύνης για την τραπεζική εποπτεία. Με δεδομένο το γεγονός ότι χρηματοοικονομική ολοκλήρωση είναι ιδιαίτερα ισχυρή μέσα στη νομισματική ένωση, η ανάθεση της ευθύνης στην ΕΚΤ ήταν μία προφανής επιλογή.
Επιπροσθέτως, άλλωστε, η ΕΚΤ έχει ήδη, ντε φάκτο, την ευθύνη για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης. Ομως, μέχρι σήμερα, ήταν αναγκασμένη να δανείζει τεράστια ποσά στις τράπεζες χωρίς να έχει και τη δικαιοδοσία να κρίνει την ισχύ των εν λόγω τραπεζών, επειδή όλες οι πληροφορίες βρίσκονταν στα χέρια των εθνικών εποπτικών αρχών που τις περιφρουρούσαν με ζήλο και, παγίως, αρνούντο την ύπαρξη προβλημάτων μέχρι που ήταν πια πολύ αργά.
Η ανάθεση της ευθύνης στην ΕΚΤ θα βοηθήσει επίσης να ανασχεθεί η υφέρπουσα διαδικασία αποσύνθεσης της ολοκήρωσης, που δεν είναι ορατή δημοσίως, αλλά παρά ταύτα είναι απολύτως αληθινή. Αρκεί μία ερώτηση επ' αυτού στα κεντρικά γραφεία οποιουδήποτε μεγάλου διεθνούς τραπεζικού ομίλου στις χρηματοοικονομικά πιεζόμενες χώρες της ευρωζώνης.
Σκεφτείτε την περίπτωση μίας τράπεζας με έδρα την Ιταλία, που όμως έχει μία σημαντική θυγατρική στη Γερμανία. Οι γερμανικές δραστηριότητες αποδίδουν φυσιολογικά ένα πλεόνασμα κεφαλαίων (με δεδομένο το γεγονός ότι στη Γερμανία η αποταμίευση υπερβαίνει μακράν τις επενδύσεις σε μέσους όρους). Η μητρική τράπεζα θα θέλει να χρησιμοποιήσει αυτά τα κεφάλαια για να ενισχύσει τη ρευστότητα του ομίλου. Ομως, οι γερμανικές εποπτικές αρχές θεωρούν ότι η Ιταλία τελεί σε κίνδυνο και, ως εκ τούτου, αντιτίθενται στην εκεί μεταφορά των όποιων κεφαλαίων.
Η εποπτική αρχή της μητρικής χώρας (της Ιταλίας) έχει εντελώς αντίθετο συμφέρον. Θα επιθυμούσε να δει την «εσωτερική αγορά κεφαλαίων» να λειτουργεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Εδώ, επίσης, έχει νόημα την τελική ευθύνη να την έχει η ΕΚΤ, ως ουδέτερος διαιτητής που σέβεται και τα δύο αντικρουόμενα συμφέροντα.
Ομως, ενώ με την ανάθεση της τραπεζικής εποπτείας στην ΕΚΤ λύνεται ένα πρόβλημα, ένα άλλο δημιουργείται: Μπορούν οι εθνικές αρχές να παραμένουν υπεύθυνες για τις αποταμιευτικές τράπεζες τις οποίες πλέον δεν εποπτεύουν;
Η οικονομική (και πολιτική) λογική λέει ότι η ευρωζώνη θα χρειαστεί σύντομα κι ένα κοινό ταμείο διάσωσης τραπεζών. Επισήμως, αυτό δεν αναγνωρίζεται ακόμη. Αυτό όμως είναι κι ένας από τους συνήθεις τρόπους με τους οποίους προχωρά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: Ενα ατελές βήμα σε έναν τομέα αργότερα απαιτεί περαιτέρω βήματα σε συναφείς τομείς.
Αυτή η οριακή προσέγγιση λειτουργούσε καλά στο παρελθόν: Στην πραγματικότητα, η σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση επωφελήθηκε απ' αυτή. Ομως, μία χρηματοοικονομική κρίση δεν δίνει στις πολιτικές ηγεσίες τον χρόνο που κάποτε είχαν στην διάθεσή τους για να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους γιατί ένα βήμα επιβάλλει κι ένα άλλο. Θα πρέπει να βαδίσουν πολύ πιο γρήγορα εάν θέλουν να σώσουν το ευρώ.
Ο κ. Daniel Gros είναι διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Μελετών (Center for European Policy Studies)
Πηγή:kerdos.gr
Ενα μικρό βήμα για την τραπεζική ένωση
ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ - Στην αρχή της χρηματοοικονομικής κρίσης λεγόταν ότι οι τράπεζες ήταν, σύμφωνα με τη μεστή φράση του Charles Goodhart, «διεθνείς στη ζωή, αλλά εθνικές στον θάνατο». Εκείνη την περίοδο (2008-2009), μεγάλες διεθνείς τράπεζες προσέφευγαν σε πακέτα διάσωσης των μητρικών τους χωρών όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα. Το πρόβλημα όμως σήμερα στην Ευρώπη είναι το αντίθετο: Οι τράπεζες είναι «εθνικές στη ζωή, αλλά ευρωπαϊκές στον θάνατο».
Στην Ισπανία, για παράδειγμα, οι τοπικές αποταμιευτικές τράπεζες (cajas) χρηματοδότησαν μία θεαματική έκρηξη της αγοράς ακινήτων. Οταν όμως η έκρηξη έγινε φούσκα κι έσκασε, οι ζημιές απείλησαν να ξεπεράσουν τις δυνατότητες του ισπανικού κράτους και το πρόβλημα έγινε ευρωπαϊκό, αφού απείλησε αυτή καθ' εαυτή την επιβίωση του ευρώ.
Η ισπανική περίπτωση αποτελεί το σύμπτωμα ενός μεγαλύτερου προβλήματος. Οι εθνικές εποπτικές αρχές πάντα τείνουν να υποβαθμίζουν τα εγχώρια προβλήματα. Το ένστικτό τους (και το γραφειοκρατικό συμφέρον τους) τις οδηγεί να υπερασπίζονται στο εξωτερικό τους «εθνικούς πρωταθλητές» του τραπεζικού χώρου.
Η άρνησή τους όμως να αναγνωρίζουν τα εγχώρια προβλήματα έχει ακόμη βαθύτερες ρίζες. Μέχρι πρόσφατα, οι ισπανικές αρχές επέμεναν ότι τα προβλήματα στον κλάδο των ακινήτων στη χώρα τους ήταν προσωρινά. Το να αναγνωρίσουν την αλήθεια θα σήμαινε ότι θα έπρεπε να αποδεχθούν πως επί χρόνια επόπτευαν τη δημιουργία μίας μη διατηρήσιμης κατασκευαστικής άνθισης, που σήμερα απειλεί να οδηγήσει στη χρεοκοπία το σύνολο της χώρας.
Και στην περίπτωση της Ιρλανδίας η κατάσταση, αρχικά, δεν ήταν πολύ διαφορετική. Οταν τα προβλήματα αναδύθηκαν στην επιφάνεια, ο τότε υπουργός Οικονομικών υποστήριξε αρχικά πως η χώρα του θα επιτύγχανε τη «φθηνότερη τραπεζική διάσωση στα χρονικά».
Με δεδομένη την προβλέψιμη τάση των εθνικών εποπτικών αρχών να μην αναγνωρίζουν τα εγχώρια προβλήματα, φαινόταν επίσης φυσικό ότι το κόστος εκκαθάρισης των χρεοκοπημένων τραπεζών θα αναλαμβανόταν επίσης σε εθνικό επίπεδο. Η νεοσύστατη Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ) έχει μόνον περιορισμένες εξουσίες επί των εθνικών εποπτικών οργάνων, που η καθημερινή δουλειά τους καθοδηγείται από εθνικές, κυρίως, προτεραιότητες.
Η πραγματικότητα όμως έδειξε πως αυτή η προσέγγιση δεν είναι βιώσιμη. Τα προβλήματα μπορεί να γεννήθηκαν σε εθνικό επίπεδο, αλλά με δεδομένη τη νομισματική ένωση, γρήγορα έφθασαν να απειλούν τη σταθερότητα ολόκληρου του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης.
Στη Σύνοδο του Ιουνίου, οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναγνώρισαν τελικά την ανάγκη να διορθωθεί αυτή η κατάσταση, με τη μεταφορά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα της ευθύνης για την τραπεζική εποπτεία. Με δεδομένο το γεγονός ότι χρηματοοικονομική ολοκλήρωση είναι ιδιαίτερα ισχυρή μέσα στη νομισματική ένωση, η ανάθεση της ευθύνης στην ΕΚΤ ήταν μία προφανής επιλογή.
Επιπροσθέτως, άλλωστε, η ΕΚΤ έχει ήδη, ντε φάκτο, την ευθύνη για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος της ευρωζώνης. Ομως, μέχρι σήμερα, ήταν αναγκασμένη να δανείζει τεράστια ποσά στις τράπεζες χωρίς να έχει και τη δικαιοδοσία να κρίνει την ισχύ των εν λόγω τραπεζών, επειδή όλες οι πληροφορίες βρίσκονταν στα χέρια των εθνικών εποπτικών αρχών που τις περιφρουρούσαν με ζήλο και, παγίως, αρνούντο την ύπαρξη προβλημάτων μέχρι που ήταν πια πολύ αργά.
Η ανάθεση της ευθύνης στην ΕΚΤ θα βοηθήσει επίσης να ανασχεθεί η υφέρπουσα διαδικασία αποσύνθεσης της ολοκήρωσης, που δεν είναι ορατή δημοσίως, αλλά παρά ταύτα είναι απολύτως αληθινή. Αρκεί μία ερώτηση επ' αυτού στα κεντρικά γραφεία οποιουδήποτε μεγάλου διεθνούς τραπεζικού ομίλου στις χρηματοοικονομικά πιεζόμενες χώρες της ευρωζώνης.
Σκεφτείτε την περίπτωση μίας τράπεζας με έδρα την Ιταλία, που όμως έχει μία σημαντική θυγατρική στη Γερμανία. Οι γερμανικές δραστηριότητες αποδίδουν φυσιολογικά ένα πλεόνασμα κεφαλαίων (με δεδομένο το γεγονός ότι στη Γερμανία η αποταμίευση υπερβαίνει μακράν τις επενδύσεις σε μέσους όρους). Η μητρική τράπεζα θα θέλει να χρησιμοποιήσει αυτά τα κεφάλαια για να ενισχύσει τη ρευστότητα του ομίλου. Ομως, οι γερμανικές εποπτικές αρχές θεωρούν ότι η Ιταλία τελεί σε κίνδυνο και, ως εκ τούτου, αντιτίθενται στην εκεί μεταφορά των όποιων κεφαλαίων.
Η εποπτική αρχή της μητρικής χώρας (της Ιταλίας) έχει εντελώς αντίθετο συμφέρον. Θα επιθυμούσε να δει την «εσωτερική αγορά κεφαλαίων» να λειτουργεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Εδώ, επίσης, έχει νόημα την τελική ευθύνη να την έχει η ΕΚΤ, ως ουδέτερος διαιτητής που σέβεται και τα δύο αντικρουόμενα συμφέροντα.
Ομως, ενώ με την ανάθεση της τραπεζικής εποπτείας στην ΕΚΤ λύνεται ένα πρόβλημα, ένα άλλο δημιουργείται: Μπορούν οι εθνικές αρχές να παραμένουν υπεύθυνες για τις αποταμιευτικές τράπεζες τις οποίες πλέον δεν εποπτεύουν;
Η οικονομική (και πολιτική) λογική λέει ότι η ευρωζώνη θα χρειαστεί σύντομα κι ένα κοινό ταμείο διάσωσης τραπεζών. Επισήμως, αυτό δεν αναγνωρίζεται ακόμη. Αυτό όμως είναι κι ένας από τους συνήθεις τρόπους με τους οποίους προχωρά η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση: Ενα ατελές βήμα σε έναν τομέα αργότερα απαιτεί περαιτέρω βήματα σε συναφείς τομείς.
Αυτή η οριακή προσέγγιση λειτουργούσε καλά στο παρελθόν: Στην πραγματικότητα, η σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση επωφελήθηκε απ' αυτή. Ομως, μία χρηματοοικονομική κρίση δεν δίνει στις πολιτικές ηγεσίες τον χρόνο που κάποτε είχαν στην διάθεσή τους για να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους γιατί ένα βήμα επιβάλλει κι ένα άλλο. Θα πρέπει να βαδίσουν πολύ πιο γρήγορα εάν θέλουν να σώσουν το ευρώ.
Ο κ. Daniel Gros είναι διευθυντής του Κέντρου Ευρωπαϊκών Πολιτικών Μελετών (Center for European Policy Studies)
Πηγή:kerdos.gr