Διδάγματα από την ασιατική λαίλαπα
Αυτήν την εποχή κλείνουν είκοσι χρόνια, από τότε που εκατομμύρια άνθρωποι στην ανατολική και νοτιοανατολική Ασία βυθίστηκαν σε μία οδυνηρή κρίση, με αφετηρία τις ονομαζόμενες τίγρεις – τη Νότια Κορέα, την Ταιβάν, το Χονγκ Κονγκ τη Σιγκαπούρη και την Ταϊλάνδη.

.

Ανάλυση

 

Η Ελλάδα διανύει τον όγδοο χρόνο της κρίσης, η οποία την έχει μετατρέψει πια σε αποικία χρέους των δανειστών της – ενώ από το Σεπτέμβρη θα ξεκινήσει η τελική φάση, με τις κατασχέσεις των ιδιωτικών ακινήτων και με τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς σε καθεστώς αγγλικού δικαίου, αποτελώντας μοναδική εξαίρεση στην Ευρώπη. Ήδη πάντως οι νέοι ιδιοκτήτες της, οι Γερμανοί, άρχισα να την υποστηρίζουν, κρίνοντας από τις δηλώσεις της καγκελαρίου υπέρ των Ελλήνων στην πρώτη προεκλογική της ομιλία – ενώ φαίνεται πως ήταν επιτυχημένη η εξαγορά των κερδοφόρων αεροδρομίων από τη FRAPORT, με βάση την κατακόρυφη άνοδο των αφίξεων, καθώς επίσης την αύξηση του τουρισμού που έχει προσελκύσει επενδύσεις ύψους 4,1 δις € (πηγή).

Σε κάθε περίπτωση, όπως όλα δείχνουν η Ελλάδα εισέρχεται σε πορεία ανάπτυξης με «ατμομηχανή» τον τουρισμό, η οποία όμως δεν θα αφορά σχεδόν καθόλου τους ιθαγενείς που έχουν μετατραπεί σε φθηνό εργατικό δυναμικό στην υπηρεσία των ξένων – εκτός εάν ξεσπάσει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση, την οποία προσπαθούν εναγωνίως να αποφύγουν οι μεγάλες δυνάμεις με τον αποπροσανατολισμό των Πολιτών σε γεωπολιτικούς κινδύνους. Με δεδομένο δε το ότι, ο πλανήτης κυβερνάται πια απολυταρχικά από τις μεγάλες τράπεζες και τις χρηματαγορές, είναι εύλογες οι προσπάθειες αποφυγής ενός νέου κραχ – αν και οι εστίες ανάφλεξης παγκοσμίως είναι τόσο πολλές, ώστε πολύ δύσκολα θα εμποδιστεί το μοιραίο.

Περαιτέρω, αυτήν την εποχή κλείνουν είκοσι χρόνια, από τότε που εκατομμύρια άνθρωποι στην ανατολική και νοτιοανατολική Ασία βυθίστηκαν σε μία οδυνηρή κρίση – με αφετηρία τις ονομαζόμενες τίγρεις, τη Νότια Κορέα, την Ταιβάν, το Χονγκ Κονγκ τη Σιγκαπούρη και την Ταϊλάνδη που αναπτύσσονταν για πάρα πολλά έτη ραγδαία, χωρίς να συμβαίνει τίποτα στις οικονομίες τους. Η ανεργία ήταν σχεδόν μηδενική, ενώ μπορεί μεν οι μισθοί των εργαζομένων να ήταν χαμηλοί, αλλά για το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού η πείνα είχε εξαφανισθεί – κάτι που άλλαξε ριζικά μέσα σε μερικές μόλις εβδομάδες το καλοκαίρι του 1997.

Η καταιγίδα ξεκίνησε από το δικτατορικό βασίλειο της Ταϊλάνδης, το οποίο είχε την πλέον γρήγορα αναπτυσσόμενη οικονομία στον πλανήτη – αφού ο ρυθμός ανάπτυξης του από το 1985 έως το 1995 ήταν κατά μέσον όρο 9,8% ετήσια. Την ίδια εποχή η Ταιβάν, η Νότια Κορέα και οι Φιλιππίνες είχαν καταφέρει να διοικούνται δημοκρατικά, έχοντας πριν από δέκα χρόνια ανατρέψει τα δικτατορικά καθεστώτα τους – σε αντίθεση με την Ινδονησία που κυβερνιόταν ακόμη από τον Suharto, ο οποίος είχε καταλάβει την εξουσία με ένα εξαιρετικά αιματηρό πραξικόπημα το 1965, ενορχηστρωμένο από τις μυστικές υπηρεσίες της Δύσης.

Συνεχίζοντας, οι πέντε ιδρυτικές χώρες της νοτιοανατολικής συμμαχίας ASEAN, η Ινδονησία, η Ταϊλάνδη, η Σιγκαπούρη, οι Φιλιππίνες και η Μαλαισία, ακολουθούσαν όλες μαζί ένα οικονομικό μοντέλο, το οποίο βασιζόταν στις εξαγωγές – όπως είχαν κάνει προηγουμένως η Ιαπωνία και στη συνέχεια η Σιγκαπούρη, η Ταιβάν, το Χονγκ Κονγκ και η Νότια Κορέα, με εξαιρετικά θετικά αποτελέσματα για τις οικονομίες τους.

Το μοντέλο αυτό είχε ξεκινήσει κυρίως από τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας, ο οποίος στηριζόταν στο πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό – ενώ ακολούθησε η συναρμολόγηση διαφόρων ηλεκτρονικών προϊόντων. Έτσι συσσωρεύτηκε κεφάλαιο, οπότε μπόρεσαν να δημιουργηθούν παραγωγικές αλυσίδες με μεγαλύτερη υπεραξία – οι οποίες απαιτούσαν περισσότερο Know How και καλύτερα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό.

Η Νότια Κορέα δε κατάφερε να δημιουργήσει μία δική της βαριά βιομηχανία, με δύο μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες, μιμούμενη το παράδειγμα της Ιαπωνίας – ενώ ακόμη και τον Ιούνιο του 1997 η αναπτυξιακή τράπεζα της Ασίας, η οποία ελεγχόταν κυρίως από τις Η.Π.Α. και την Ιαπωνία, είχε ανακοινώσει πως η οικονομία της νοτιοανατολικής Ασίας ήταν σε γενικές γραμμές υγιής, οπότε δεν κινδύνευε από συναλλαγματικές κρίσεις όπως αυτή του Μεξικού το 1994 (ανάλυση).

Μερικές ημέρες όμως αργότερα η ανακοίνωση αυτή ήταν για τα σκουπίδια – αφού στις 2 Ιουλίου του 1997 η κυβέρνηση της Ταϊλάνδης αναγκάσθηκε να αφήσει ελεύθερη την ισοτιμία του νομίσματος της, το οποίο έως τότε ήταν συνδεδεμένο με το δολάριο. Ειδικότερα, όπως συνήθως συμβαίνει, το νόμισμα της είχε δεχθεί συντονισμένες επιθέσεις εκ μέρους των κερδοσκοπικών κεφαλαίων, με στόχο την υποτίμηση του – οπότε η κεντρική τράπεζα δεν κατάφερε τελικά να υπερασπίσει την ισοτιμία του αυξάνοντας τα επιτόκια και επεμβαίνοντας στις αγορές, με αποτέλεσμα να καταναλώσει όλα τα συναλλαγματικά της αποθέματα. Έτσι το νόμισμα υποτιμήθηκε κατά 15% μέσα σε μία μόνο ημέρα, συνεχίζοντας να χάνει την αξία του ραγδαία – ενώ τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, κυρίως αμερικανικά, κέρδισαν τεράστια ποσά από τα στοιχήματα τους.

Η εξέλιξη της κρίσης

Περαιτέρω, η άρση της σύνδεσης του νομίσματος της Ταϊλάνδης με το δολάριο αποτέλεσε την αφετηρία της αλυσιδωτής αντίδρασης που ξεκίνησε αμέσως μετά – αφού τον ίδιο μήνα υποτιμήθηκαν τα νομίσματα της Ινδονησίας, της Μαλαισίας και των Φιλιππίνων. Επί πλέον, η συναλλαγματική κρίση προκάλεσε μία χρηματιστηριακή – με τις μετοχές στο Χονγκ Κονγκ να χάνουν το 15% των τιμών τους μέσα σε τρεις εβδομάδες, ενώ δεν έμεινε αλώβητη ούτε η Wall Street (αν και επανήλθε γρήγορα).

Έως τα τέλη του 1997 είχαν χαθεί περί τα 200 δις $ στα χρηματιστήρια της Ταϊλάνδης, της Νότιας Κορέας, του Χονγκ Κονγκ και της Ινδονησίας – ενώ μετά από μία μικρή ανάκαμψη στις αρχές του 1998, η πτώση συνεχίστηκε, διευρυνόμενη ακόμη και στις αγορές της Αυστραλίας, καθώς επίσης της Νέας Ζηλανδίας. Οι μετοχές στην Ταϊλάνδη έχασαν το 73% της αξίας τους το καλοκαίρι του 1998, σε σχέση με το Δεκέμβρη του 1996 – με την πτώση στο Χονγκ Κονγκ να φτάνει στο 60%. Στη Ν. Κορέα υπήρξε ένα κύμα διαδηλώσεων και απεργιών, ενώ στην Ινδονησία σημειώθηκαν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, λόγω της ανόδου των τιμών των βασικών ειδών διατροφής – με τον δικτάτορα της Ταϊλάνδης να αναγκάζεται σε παραίτηση, λόγω της αδυναμίας του να αντιμετωπίσει την κρίση.

Κατά τη διάρκεια τώρα του 1998 η ασιατική κρίση διευρύνθηκε σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες – όπως στη Ρωσία τον Αύγουστο και στη Βραζιλίατον Οκτώβρη. Μόνο η Κίνα είχε καταφέρει να αντισταθεί – αν και στις τράπεζες της είχαν επίσης συσσωρευτεί πολλά κόκκινα δάνεια, ενώ αρκετές δημόσιες επιχειρήσεις της λειτουργούσαν ζημιογόνα. Την ίδια εποχή, έως τα μέσα του 1999, περίπου 20 εκ. βιομηχανικοί εργάτες και τραπεζικοί υπάλληλοι στην Κίνα είχαν χάσει τις δουλειές τους, στα πλαίσια μίας οικονομικής αναδιοργάνωσης της – οπότε ήταν αναμενόμενη και η δική της κατάρρευση.

Εν τούτοις η χώρα είχε ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα, σε σχέση με τις υπόλοιπες που είχαν βυθιστεί στην κρίση: η κυκλοφορία των κεφαλαίων ήταν ρυθμισμένη και ελεγχόμενη, ενώ δεν επιτρεπόταν η ελεύθερη εισαγωγή δολαρίων, αλλά μόνο η ανταλλαγή τους από την κεντρική τράπεζα. Η εκροή κεφαλαίων ήταν επίσης δύσκολη, ενώ το ακόμη νεαρό τότε χρηματιστήριο της δεν επηρέαζε την πραγματική οικονομία, ούτε ήταν εύκολα προσβάσιμο σε ξένους επενδυτές.

Τέλος, η χώρα διατηρούσε την ισοτιμία του νομίσματος της σταθερή, εμποδίζοντας την υποτίμηση του. Με δεδομένο δε το ότι, η κρίση των υπολοίπων οφειλόταν κυρίως στην αντιστροφή των χρηματικών ροών (οι μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων που εισέρρεαν στην αρχή μετατράπηκαν σε αντίστοιχες μαζικές εκροές μετά την κρίση, βυθίζοντας τις οικονομίες στο χάος – κάτι που συνέβη επίσης στην Ελλάδα μετά το 2009), ήταν φυσικό να μην αντιμετωπίσει η Κίνα ανάλογα προβλήματα.

 

Οι υπόλοιπες χώρες όμως της περιοχής, επί πλέον η Ρωσία, η Βραζιλία και η Αργεντινή, βίωσαν τρομακτικές καταστάσεις – ενώ η κρίση στη Ν. Κορέα χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση της κατ’ εντολή του ΔΝΤ για τη διεξαγωγή μίας αδίστακτης επίθεσης εναντίον των δικαιωμάτων των εργαζόμενων,με τους συνδικαλιστές που αντιδρούσαν να οδηγούνται στις φυλακές. Οι άνεργοι δεν στηρίζονταν καθόλου από το κράτος, ενώ το ποσοστό των αυτοκτονιών τριπλασιάστηκε – αν και οι βασικοί υπαίτιοι της κρίσης, οι τράπεζες της Ν. Κορέας που είχαν εξωτερικά χρέη στα τέλη του 1996 ύψους 100 δις $ (33,8 δις $ στην Ευρώπη, 24,3 δις $ στην Ιαπωνία, 9,4 δις $ στις Η.Π.Α. κοκ.), έμειναν ουσιαστικά ατιμώρητοι.

 

Το ΔΝΤ και η άνοδος της Κίνας

Όπως συνηθιζόταν, το ΔΝΤ επενέβη με πυροσβεστικά δάνεια, για να διατηρήσει την εξυπηρέτηση των χρεών στους ξένους πιστωτές των χωρών της περιοχής – συνδεδεμένα φυσικά με σκληρά μέτρα λιτότητας, τα οποία ήταν γνωστά από τα αντίστοιχα στα κράτη της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής τις δεκαετίες του 1980 και 1990.

Για τη στήριξη των νομισμάτων τους επέβαλλε την άνοδο των επιτοκίων, η οποία στραγγάλισε τις οικονομικές τους δραστηριότητες, επιδεινώνοντας την ύφεση – ενώ τις υποχρέωσε να μειώσουν δραστικά τις δημόσιες δαπάνες και να αυξήσουν τους φόρους, ανοίγοντας τις αγορές τους στις εισαγωγές και απελευθερώνοντας την κυκλοφορία των κεφαλαίων, παρά το ότι αυτές ακριβώς οι συνθήκες ήταν η αιτία της κρίσης τους. Υπενθυμίζουμε εδώ τα εξής:

«Τα πρώτα δάνεια δόθηκαν, σε συμφωνία με το ΔΝΤ, με την προϋπόθεση να χρησιμοποιηθούν από τις κυβερνήσεις της Ινδονησίας, της Ταϊλάνδης και της Ν. Κορέας, για την εξόφληση των ξένων κερδοσκόπων. Αμέσως μετά, αφού εξοφλήθηκαν δηλαδή οι «δυτικοί» κερδοσκόποι, ακολούθησε η «θεραπεία-σοκ» – με την υποχρέωση των τοπικών πληθυσμών σε μία καταστροφική  υφεσιακή πολιτική λιτότητας άνευ προηγουμένου.

Οι μισθοί κατακρεουργήθηκαν, οι δαπάνες για την Υγεία, την Παιδεία κλπ. περιορίσθηκαν στο ελάχιστο και τα δάνεια προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις σταμάτησαν σχεδόν εξ ολοκλήρου – όπως ακριβώς συμβαίνει στην πατρίδα μας, τα τελευταία χρόνια.

Από τη Ν. Κορέα μέχρι την Ινδονησία, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων έχασαν τις θέσεις απασχόλησης τους, οδηγούμενοι στην ανεργία – ενώ απαγορεύθηκε στα κράτη να προσφέρουν οποιουδήποτε είδους βοήθεια στους πληγέντες Πολίτες τους. Πολλά σχολεία έκλεισαν, τα φάρμακα στα νοσοκομεία τελείωσαν, οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους, η εγκληματικότητα ξεπέρασε ακόμη και την πιο νοσηρή φαντασία, ενώ η πείνα και η έλλειψη τροφής έφτασαν στο απροχώρητο.

Ένας ολόκληρος τομέας της μεσαίας τάξης, η οποία ανήκε στους κερδισμένους της προηγούμενης δεκαετίας, έπαψε πια να υπάρχει – με οδυνηρά επακόλουθα για τις τοπικές κοινωνίες και τη δημοκρατία.Όπως πάντα, αυτοί που πλήρωσαν τα περισσότερα ήταν τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα, ενώ η λεηλασία της ιδιωτικής περιουσίας (ακίνητα, οικόπεδα κλπ), μέσω της υπερβολικής φορολόγησης, όπως συμβαίνει σήμερα στον ευρωπαϊκό Νότο, ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.

Πολλές κοινωφελείς επιχειρήσεις «αποκρατικοποιήθηκαν», καταλήγοντας στην ιδιοκτησία των ξένων πολυεθνικών σε τιμές ευκαιρίας, το κόστος ζωής εκτινάχθηκε στα ύψη, ενώ η δημόσια περιουσία περιήλθε στα χέρια των εισβολέων – πάντοτε με νομιμοφανείς, απόλυτα διαφανείς διαδικασίες.

Η επέλαση του ΔΝΤ δεν είχε τελικά να ζηλέψει τίποτα, σε σχέση με τη διεξαγωγή ενός συμβατικού πολέμου – αφού άφησε ανθρώπινα ερείπια στο πέρασμα της και κοινωνίες που δεν πρόκειται ποτέ να συνέλθουν, από το σοκ της απόλυτης εξαθλίωσης και της καταστροφής. Σε κάθε περίπτωση, οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής της Ασίας δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσουν τα βασανιστήρια που υπέστησαν από τους αιμοχαρείς μισθοφόρους των τοκογλύφων – οι οποίοι δεν έχουν κανενός είδους ηθικούς φραγμούς, όταν «εκτελούν» τις απίστευτες εντολές της «σκιώδους» ηγεσίας τους» (πηγή).

.

Διδασκόμενες τώρα οι χώρες αυτές από την πικρή εμπειρία τους με το ΔΝΤ, δημιούργησαν σε συνεργασία με την Κίνα και την Ιαπωνία ένα ειδικό επενδυτικό κεφάλαιο, για εποχές ανάγκης, ύψους 240 δις $ – με αντικείμενο την παροχή βραχυπρόθεσμων δανείων στα 13 μέλη του, σε περιπτώσεις κρίσεων. Το κεφάλαιο αυτό, το οποίο δεν θεωρείται επίσημα ως ανταγωνιστικό του ΔΝΤ, δεν έχει ακόμη δραστηριοποιηθεί – ενώ, όταν η Ινδονησία αντιμετώπισε προβλήματα στην εξυπηρέτηση των χρεών της μετά το ξέσπασμα της κρίσης του 2007, βοηθήθηκε από την Κίνα και την Ιαπωνία, επειδή το κεφάλαιο δεν ήταν ακόμη έτοιμο να τη στηρίξει.

 

Έκτοτε το 10% των εξαγωγών της Ινδονησίας οδηγούνται στην Κίνα, με την οποία πριν από 20 χρόνια δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου εμπορικές σχέσεις – με αποτέλεσμα σήμερα η Κίνα να αποτελεί έναν τόσο σημαντικό εταίρο της, όσο η Ιαπωνία και οι Η.Π.Α. Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για την Ταϋλάνδη, τη Μαλαισία και τη Ν. Κορέα – ενώ σήμερα (2015) οι εξαγωγές των χωρών της ASEAN οδηγούνται κατά 11,4% στην Κίνα, κατά 10,9% στις Η.Π.Α., κατά 10,8% στην ΕΕ, καθώς επίσης κατά 9,6% στην Ιαπωνία. Τόσο οι Η.Π.Α. δε, όσο και η ΕΕ έχουν εμπορικά ελλείμματα με τα κράτη της ASEAN – με το ειδικό βάρος της Κίνας να αυξάνεται συνεχώς.

Ολοκληρώνοντας, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των χωρών της ASEAN αφορούν πλέον το 25% των συνολικών τους – ενώ έχουν  ήδη δημιουργήσει μία ζώνη ελευθέρου εμπορίου, έχοντας ως πρότυπο την ΕΕ και σχεδιάζοντας την περαιτέρω ενοποίηση τους με ανάλογους θεσμούς. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν την ανεξαρτησία τους από τη δυτική Τριάδα (Η.Π.Α., ΕΕ και Ιαπωνία), από τις παλαιότερες αποικιοκρατικές δυνάμεις δηλαδή, έχοντας υποφέρει τα πάνδεινα στο παρελθόν – ειδικά από το ΔΝΤ, καθώς επίσης από τα αχόρταγα αμερικανικά κερδοσκοπικά κεφάλαια.

Επίλογος

Η ιστορία διδάσκει ότι, καμία χώρα δεν μπορεί να επιβιώσει μόνη της για μεγάλα χρονικά διαστήματα – ούτε καν οι πολύ μεγάλες, όπως η Κίνα και οι Η.Π.Α. Απαιτούνται επομένως συνεργασίες, όπως στο παράδειγμα της Ασίας – γεγονός που σημαίνει ότι, η ΕΕ είναι απαραίτητη για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη.

Εν τούτοις υπάρχει πρόβλημα, όταν κάποιο από τα μεγαλύτερα κράτη που συμμετέχουν σε μία τέτοια ένωση θέλει να μετατρέψει σε αποικίες του τα υπόλοιπα, με τη χρήση οικονομικών όπλων – όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας που επιδιώκει να ηγηθεί μίας πρωσικής Ευρώπης (ανάλυση), καταλύοντας την εθνική ανεξαρτησία και απομυζώντας τους εταίρους της.

Σε μία τέτοια περίπτωση η λύση δεν είναι η απομόνωση του κράτους αυτού, κρίνοντας επίσης από την ιστορία – όπου η απομόνωση της Γερμανίας ήταν ουσιαστικά η αιτία του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Η λύση είναι ο συνετισμός του, ο οποίος όμως είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί – κάτι που πρόκειται να μας προβληματίσει πολύ σοβαρά στο μέλλον.

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ  ΒΙΛΙΑΡΔΟΥ

Analyst.gr